ξακρίζω

ξακρίζω
μετ.
1) отводить кого-л. в сторону (для разговора); 2) отбрасывать, откладывать в сторону (как ненужное); 3) обрезать, подрезать края (книг, ткани и т. п.); 4):

ξακρίζω τό χωράφι — докапывать края участка, не вспаханные плугом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξακρίζω" в других словарях:

  • ξακρίζω — ξακρίζω, ξάκρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξακρίζω — 1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου 2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ») 3. βάζω κάτι κατά μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ξακρίζω — ξάκρισα, ξακρίστηκα, ξακρισμένος 1. κάνοντας κάτι φτάνω σε όλα τα άκρα: Όταν σκουπίζεις να ξακρίζεις. 2. για χωράφι, ανοίγω τις άκρες του ως εκεί που δεν μπορεί να φτάσει το αλέτρι: Ξάκριζε το χωράφι σου και μη λυπάσαι τα στάχυα που πέφτουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξάκρισμα — το [ξακρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξακρίζω, ιδίως το κόψιμο τών άκρων ενός αντικειμένου …   Dictionary of Greek

  • εξακρίζω — και ξακρίζω (Α ἐξακρίζω) [άκρον] νεοελλ. κόβω τις άκρες ενός πράγματος (π.χ. υφάσματος) αρχ. αγγίζω τις άκρες, την κορυφή …   Dictionary of Greek

  • ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… …   Dictionary of Greek

  • ξάκρισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξακρίζω: Το βιβλίο θέλει ξάκρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»